- ἀπιστίῃ
- ἀπιστίαunbelieffem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπιστίη — ἀπιστία unbelief fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστίηι — ἀπιστίῃ , ἀπιστία unbelief fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποχέω — Α [χέω] 1. χύνω μέσα σε δοχείο που είναι τοποθετημένο από κάτω 2. (για ξηρό πράγμα) στρώνω ή απλώνω αποκάτω («φύλλα ὑποκεχυμένα ὑπὸ τοῑς ποσί», Ηρόδ.) 3. μτφ. εμβάλλω κρυφά στην ψυχή κάποιου («ἀπιστίη ὑπεκέχυτο αὐτῷ», Ηρόδ.) 4. παθ. ὑποχέομαι α)… … Dictionary of Greek